Ο Robert Lewis Stevenson εμπνεόταν πολύ συχνά από τις εμμονές του και τα όνειρα που ενδεχομένως τις γέννησαν. Έχει γράψει πως από μικρός, στους εφιάλτες του, ένοιωθε τρόμο βλέποντας κάποια φαιά ή γκρίζα απόχρωση να είναι η μόνη πραγματικότητα γύρω του, ένα σύμπαν ζοφερό, απέραντο και χωρίς διαστάσεις ή προοπτική… Αργότερα άντλησε ιδέες και θέματα κι από άλλους αποτρόπαιους ρεμβασμούς. Ο πιο αποφασιστικός ήταν το όνειρο που ενέπνευσε τη νουβέλα ‘Η Παράξενη Περίπτωση του Δόκτορα Τζέκυλ και του Κυρίου Χάυντ’. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είδε ο Stevenson στον ύπνο του. Είναι απλά γνωστό από τις βιογραφίες του πως ο δόκτωρ Τζέκυλ έχει ονειρική καταγωγή. Για πρώτη φορά το θέμα του διπλού εαυτού δεν είναι ένας σωσίας. Δεν είναι δυο άνθρωποι ολόιδιοι αλλά ένας άνθρωπος με δύο εντελώς διαφορετικά πρόσωπα που εναλλάσσονται, και μάλιστα χωρίς τη μεσολάβηση καμιάς υπερφυσικής δεισιδαιμονίας. Ο διχασμός σε δύο υπάρξεις είναι αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας. Ο Έντουαρντ Χάυντ είναι η συρρικνωμένη εκδοχή του μεσήλικα γιατρού, στερημένη από την ιδιότητα της Συμπάθειας. Ένας κοντός, καχεκτικός νεαρός με σκούρο και ταυτόχρονα χλωμό δέρμα, σκοτεινός, ελαφρώς καμπούρης, με χαρακτηριστικά τόσο αντιπαθητικά και τόσο κακόβουλο βλέμμα, που δεν μπορείς να τον αντικρίσεις και να μη νοιώσεις αμηχανία. Τα ρούχα του Χένρι Τζέκυλ πλέουν πάνω του, σα να φοράει το κοστούμι ενός μακαρίτη πολύ πιο ψηλού και γεμάτου από αυτόν. Τα χαρακτηριστικά του θυμίζουν λίγο αόριστα την άλλη εκδοχή του, τον Τζέκυλ, αλλά με έναν ονειρικό τρόπο.
Ο Χάυντ είναι ένα ενσαρκωμένο σφάλμα που μόνος σκοπός της ύπαρξής του είναι να μην πάθει ποτέ αυτά που κάνει στους άλλους. Είναι πονηρός, βίαιος, αναίσθητος και απάνθρωπος. Φτάνει μέχρι τον φόνο εν ψυχρώ. Πάντα βέβαια δραπετεύει μέσω του αντίδοτου της χημικής φόρμουλας, κρυμμένος και πάλι στο οικείο κορμί του αξιοσέβαστου μεσήλικα δόκτορα – ο οποίος ζει μες στις τύψεις. Όμως δεν μπορεί να αντισταθεί. Έχει εθιστεί στο φάρμακο που τον μετουσιώνει στην ανάλγητη, αποτρόπαια εκδοχή του – ένα συμβολικό αντίστοιχο του εθισμού στα οπιούχα ναρκωτικά. Διότι όσο περισσότερες ενοχές τον βαραίνουν, τόσο αποζητά το καταφύγιο τής άλλης του ύπαρξης για να μην τις νοιώθει: ο Χάιντ δεν αισθάνεται ποτέ ένοχος. Δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι άτρωτος στις τύψεις και στην απέχθεια των άλλων. Το αρχέτυπο του Κάιν όχι ως εκτροπή, αλλά ως ολοκληρωμένη συνθήκη. Μοιραία η μία προσωπικότητα δραπετεύει στην άλλη, σ’ έναν φαύλο κύκλο. Ο Τζέκιλ για να ξεφύγει από το νόμο της Συνείδησης, αλλά και ο Χάιντ, για να ξεφύγει από το νόμο της Πολιτείας. Ο ένας για να γλυτώσει απ’ τον εαυτό του, και ο άλλος για να γλυτώσει απ’ τους γύρω του. Ο αφανισμός είναι αναπόφευκτος. Ο Τζέκιλ εμφανίζεται όλο και πιο σπάνια, μέχρι που χάνεται μέσα στον Χάιντ. Ο Χάιντ στο τέλος αυτοκτονεί γιατί ξέρει πως θα πέσει στα χέρια του νόμου ή του πλήθους. Σε ένα όνειρο οφείλουμε έναν από τους πιο καινοτόμους, συγκλονιστικούς και οικουμενικούς μύθους της εποχής μας. Για τον Stevenson αυτό το όνειρο ήταν μοιραίο. Για να το ξορκίσει το έκανε ιστορία και το έγραψε στο χαρτί, όμως η απειλή του συνέχισε να καραδοκεί μέχρι που εμφανίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στην αληθινή ζωή. Όνειρο – Μυθοπλασία – Πραγματικότητα. Ή έτσι νόμισε ο έντρομος συγγραφέας στην έσχατη στιγμή του. Λίγο πριν ξεψυχήσει από εγκεφαλικό τον άκουσαν να ψελλίζει: «Τι μου συμβαίνει; Άλλαξε το πρόσωπό μου;»
“Σελίδες από το Πουθενά”, Περικλής Μποζινάκης