Λέκκα 23-25, σύντομο διήγημα

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το πρωινό. Μέσα στο χαρτοκιβώτιο που με είχαν στοιβάξει, έφταναν αλλοιωμένοι οι ήχοι μιας ακαθόριστης, συγκεχυμένης πραγματικότητας. Ομιλίες, πνιχτές φωνές, κόρνες και τραντάγματα. Αισθανόμουν ανησυχία, ανάμικτη με μια παράξενη προσμονή. Δυο ζεστά, φαρδιά χέρια με τράβηξαν στο φώς και με γύρισαν ανάποδα σαν να ήμουν νεογέννητο. Το ένα από αυτά, μπάτσισε ελαφρά τα αμυδρά ίχνη σκόνης του εξωφύλλου μου, πριν με εναποθέσει σε μια γυάλινη προθήκη. Τα υπόλοιπα βιβλία έτριξαν επάνω στις σελίδες τους, σε σιωπηλό χαιρετισμό.

Η πρώτη μου κατοικία ήταν ένα βιβλιοπωλείο που βρισκόταν στην Αθήνα, μέσα σε μια στοά. Μια πολύβουη κυψέλη με πολλά καταστήματα και αναρίθμητους περαστικούς.

Μου άρεσε το μικρό κατάστημα, έμοιαζε χαμένο σαν καλά κρυμμένο μυστικό. Ένα σημάδι σε κιτρινισμένο, παλιό χάρτη, είσοδος μιας κατακόμβης που οι στοές της απλώνονταν σαν φλέβες, στο υπόγειο κορμί της πόλης. Εκεί συγχρωτίζονταν ο Λε Φανού με τον Λάβκραφτ κι o Λευκάδιος με τον Ντε Μωπασάν. Ο Πόε γέμιζε τα ποτήρια όλων με αψέντι. Δε μιλούσαν, ακουγόταν μόνο το μουρμουρητό των σελίδων. Νυχτερίδες πετούσαν γύρω τους και από μια πύλη στο χώρο και το χρόνο, έρχονταν αλλόκοτες μουσικές, παιγμένες από παράφρονες αυλητές.

Αρκετοί σταματούσαν μπροστά στη βιτρίνα. Κάποιους τους έβλεπα συχνά, άλλους ποτέ ξανά καθώς χάνονταν στους δρόμους και τα σοκάκια. Οι πρώτοι είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς με προσήλωση, περιεργάζονταν τακτικά τόσο εμένα όσο και τους συντρόφους μου. Μου άρεσε να παρατηρώ εκείνους που με παρατηρούσαν. Επάνω τους έβλεπα τις αλλαγές των εποχών. Τα κοντομάνικα μπλουζάκια διαδέχονταν τα φούτερ και στη συνέχεια τα παλτά, σε έναν ατέρμονο κύκλο. Τα παιδιά ήταν η αδυναμία μου καθώς στέκονταν με τις σχολικές τους τσάντες μπροστά μου, με τους γονείς τους ή χωρίς, με αποκριάτικα ρούχα, με σορτσάκια και μπάλες, με σκουφιά και πολύχρωμες σανίδες του σκέιτ. Δεν έπληττα ποτέ.

Θυμάμαι έναν ηλικιωμένο κύριο που πούλαγε λαχεία. Διέσχιζε σχεδόν καθημερινά τη στοά και εξέταζε τη βιτρίνα με προσοχή. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από το χρόνο αλλά τα μάτια του διατηρούσαν τη λάμψη που διέκρινα σε βλέμματα νεανικά. Κάποια στιγμή είχε διαβεί το κατώφλι, δείχνοντάς με στον άνθρωπο με τα ζεστά χέρια. Γνώριζα όμως πως δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα μου. Το γεγονός ότι βρισκόμουν στην προθήκη σήμαινε ότι θα έφευγα τελευταίο, έχοντας όμως φροντίσει πριν, να βρουν οι όμοιοί μου ένα σπιτικό.

Ένα βράδυ, μια κοπέλα στάθηκε και με κοίταξε με ενδιαφέρον. Μπήκε στο βιβλιοπωλείο και από την πρώτη στιγμή ήξερα πως θα γινόμασταν φίλοι. Για πάντα.

«Έχει εξαντληθεί, αλλά έχουμε το αντίτυπο της βιτρίνας» άκουσα και η χάρτινη καρδιά μου χτύπησε δυνατά.

«Θα το πάρω, το έψαχνα εδώ και πολύ καιρό» του απάντησε με την απαλή φωνή της.

«Κι εγώ σε περίμενα» ψιθύρισα.

Τα ζεστά, φαρδιά χέρια με αγκάλιασαν για τελευταία φορά. Οι συγγραφείς ύψωσαν τα ποτήρια τους σε αποχαιρετισμό. Τα δάχτυλά της με χάιδεψαν τρυφερά. Λεπτεπίλεπτα, με ανεπαίσθητο άρωμα καφέ, ξύλινης βιβλιοθήκης και ονείρου.

Γιώργος Κλάγκος