Ὁ ἄντρας μὲ τὴν σκιὰ ἀντελήφθη τὴν παρουσία μου γιὰ πρώτη φορὰ κι ἔριξε, γιὰ μία στιγμή, τὸ κεφάλι του πρὸς τὰ πίσω καὶ στὰ πλάγια γιὰ νὰ μὲ δεῖ. Εἶδα μία στιγμιαία ἀναλαμπὴ στὰ μάτια του, μικρή, φωτεινὴ καὶ φλογερή. Ἔπειτα ἄρχισε ξανὰ νὰ βήχει καὶ νὰ πετάει σάλια.
«Γιατί δὲν πίνεις;» εἶπε ὁ ἄντρας μὲ τὸ παράλυτο χέρι, σπρώχνοντας τὴν μπίρα πρὸς τὸ μέρος του. Ὁ ἄντρας μὲ τὴν σκιὰ γέμισε ἕνα ποτήρι μὲ τρεμάμενο χέρι, ἔτσι ὥστε ἔχυσε τὸ μισὸ περιεχόμενό του στὸ τραπέζι ἀπὸ ἔλατο. Πάνω στὸν τοῖχο, ὁ ἥσκιος του ζάρωσε, χλευάζοντας τὴν κίνησή του, καθὼς ἐκεῖνος ἔβαζε τὴν μπίρα κι ἔπινε. Πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι, στὴν πραγματικότητα, δὲν περίμενα τέτοιους γκροτέσκους ἐπιστάτες. Στὸ μυαλό μου κυριαρχεῖ ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει κάτι μὴ ἀνθρώπινο στὴν γεροντικὴ ἡλικία, κάτι ποὺ μᾶς συρρικνώνει, κάτι ἀταβιστικό· οἱ ἡλικιωμένοι μοιάζουν νὰ χάνουν ἀδιόρατα τὶς ἀνθρώπινες ἰδιότητές τους μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Μ’ ἔκαμαν κι οἱ τρεῖς τους νὰ αἰσθανθῶ ἄβολα μὲ τὶς φοβερὲς σιωπές τους, τὸ σκυφτὸ σαρκίο τους, τὴν προφανῆ ἐχθρότητά τους ἀπέναντι σ’ ἐμένα ἀλλὰ καὶ ἀναμεταξύ τους. Καί, ἴσως, ἐκείνη τὴν νύχτα νὰ εἶχα πραγματικὰ τὴν διάθεση νὰ δῶ δυσάρεστες εἰκόνες. Ἀποφάσισα ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τ’ ἀόριστα προμηνύματά τους σχετικὰ μὲ τὰ διαβολικὰ πράγματα ποὺ συνέβαιναν στὸ ἐπάνω πάτωμα.
«Ἐάν», εἶπα, «μὲ ὁδηγήσετε στὸ στοιχειωμένο σας δωμάτιο, θὰ βολευτῶ μιὰ χαρὰ ἐκεῖ».
Ὁ γέρος μὲ τὸν βήχα τίναξε τὸ κεφάλι του πρὸς τὰ πίσω τόσο ἀπότομα ποὺ μὲ ξάφνιασε καὶ μοῦ ἔριξε ἄλλο ἕνα βλέμμα μὲ τὰ κόκκινα μάτια του μέσα ἀπ’ τὸ σκοτάδι, μὰ κανεὶς δὲν μοῦ ἀπάντησε. Περίμενα ἕνα λεπτό, κοιτώντας μιὰ τὸν ἕναν καὶ μιὰ τὸν ἄλλον. Ἡ γριὰ ἀτένιζε λὲς κι ἦταν πτῶμα, κοιτώντας τὴν φωτιὰ μὲ σβησμένα μάτια.
«Ἐάν», εἶπα λίγο πιὸ δυνατά, «ἐὰν μὲ ὁδηγήσετε σ’ αὐτὸ τὸ στοιχειωμένο σας δωμάτιο, θὰ σᾶς ἀπαλλάξω ἀπὸ τὸ καθῆκον νὰ μὲ ψυχαγωγήσετε».
Μετάφραση: Π. Μ. Ζερβός