Με την άκρη του ματιού μου έπιασα μια κίνηση, σαν κάτι να έτρεξε δεξιά μου πίσω από τον καναπέ. Κοίταξα τον Βασίλη που ήταν προσηλωμένος στην συζήτηση για την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.
Ήπια και το υπόλοιπο τσάι. Πράγματι, ήταν πολύ εύγευστο.
Τελικά του είχαν έρθει μια χαρά τα πράγματα του Βασίλη. Κάπου τον ζήλευα. Θαρρείς και η κρίση δεν τον είχε επηρεάσει και…
Κάτι κινήθηκε ξανά κάτω από τον καναπέ. Κάτω από τον μεγάλο άσπρο καναπέ. Μου φάνηκε σαν κάποιο ζώο σε μέγεθος μικρής γάτας αλλά με περίεργο χρώμα.
Κάτι ειπώθηκε και οι άλλοι τρείς άρχισαν να γελάνε. Γέλασα κι εγώ για να μην φανεί ότι δεν πρόσεχα.
«…και έκανε έτσι, με το χέρι στον ώμο του, και έδιωχνε τα ανθρωπάκια», είπε ο Βασίλης και γέλασαν ξανά. Γέλασα κι εγώ και…ωπ!… Νάτο! Γύρισα αργά-αργά το κεφάλι μου και κοίταξα κάτω από τον καναπέ.
Ήταν ένα μικρό κίτρινο ιπποποταμάκι. Ένα τόσο δα ιπποποταμάκι σε μέγεθος μικρής γάτας, με δυο στρογγυλά γλυκά ματάκια που με κοιτούσε έχοντας βγάλει το κεφάλι του κάτω από τον καναπέ. Ξεροκατάπια αλλά δεν είχα σάλιο για να καταπιώ. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα και δυνατά.. Δεν αισθανόμουν καλά. Άρχιζα να πανικοβάλλομαι. Γύρισα και κοίταξα τον Βασίλη που μιλούσε κάνοντας χειρονομίες αλλά δεν τον άκουγα! Οι σκέψεις μου ακούγονταν δυνατά μέσα στο κεφάλι μου, πιο δυνατά κι απ’ τη φωνή του Βασίλη. Γύρισα και ξανακοίταξα κάτω από τον καναπέ. Το ιπποποταμάκι δεν ήταν πια εκεί. Αισθανόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.
DESCRIPTION HERE